Σάτυρος

Σάτυρος
Σάτῠρος, , [dialect] Dor. [full] Τίτυρος (q.v.), Satyr, first in Hes. (
A

γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν Fr.198.2

), cf. X.An.1.2.13, Paus.1.23.5, Sch.Theoc.4.62; of Dionysus himself, AP9.524; Σατύρων πρόσωπα as ornaments, Lys.Fr.34.
2 lewd, goatish fellow, Jul.Caes.309d; βασιλεὺς Σατύρων, of Pericles, Hermipp.46; [full] σατύρα, , of a courtesan, Com.Adesp.1352:—Socrates is called ὅδε ὁ Σ. from his appearance, Pl.Smp.216c.
3 from their supposed like ness, a kind of tailed ape, Paus.1.23.5sq., Ael.NA16.21.
b a fabulous people in Ethiopia, D.S.1.18.
4 = ἡ ἔντασις, Hsch.
II in pl., a play in which the Chorus consisted of Satyrs, Satyric drama, forming the fourth piece of a Tragic tetralogy,

ὅταν Σατύρους ποιῇς Ar.Th.157

;

ποηταὶ σατύρων SIG711

L35 (Delph., ii B.C.); ἐν τοῖς Σ. οὒς Μενέδημον ἐπέγραψεν [Λυκόφρων] D.L.2.140
;

ἐν Ὀμφάλῃ Σατύροις Str.1.3.19

. [Σᾰτῠρος; so that when the [ per.] 1st syll. is long, [dialect] Dor. Τίτυρος (q.v.) should prob. be restored.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σάτυρος — lewd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάτυρος — lewd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάτυρος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη… …   Dictionary of Greek

  • σάτυρος — ο 1. άνθρωπος φιλήδονος και ακόλαστος. Αυτός ο γέρος είναι σάτυρος. 2. άσχημος, δυσειδής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σάτυρος — ο κατώτερος δαίμονας στην αρχαία ελληνική μυθολογία, με πόδια τράγου και κέρατα, ακόλουθος του Διόνυσου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σατύρω — Σάτυρος lewd masc nom/voc/acc dual Σάτυρος lewd masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατύρω — Σάτυρος lewd masc nom/voc/acc dual Σάτυρος lewd masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατύροιο — Σάτυρος lewd masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατύροιο — Σάτυρος lewd masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατύροις — Σάτυρος lewd masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατύροις — Σάτυρος lewd masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”